Last commit for tests/test_files/greek_stemmer/input_vocabulary.txt: 4242df1381f4df040cecae8442aa7119512d0e0d

Greek stemmer code in src/locales/el-GR/Tokenizer.php, now passing all unit tests, a=chris

Chris Pollett [2022-04-04 04:Apr:th]
Greek stemmer code in src/locales/el-GR/Tokenizer.php, now passing all unit tests, a=chris
άγαμος
άγεται
άγνωστου
άζυμου
άλμπατρος
άμισθος
άνυδρα
άοπλη
άπλετο
άπλυτα
άρπαζαν
άρχοντα
άτονο
έγιναν
έμαθαν
ένθερμος
έξοδος
έρημοι
έφερνε
έφορος
έχον
έχτισε
ήθελαν
ήσσονος
ίδος
ίδρυσε
αίτησή
αββά
αγγλικοί
αγοράζουν
αγωνιζόμενοι
αδαείς
αδιάσπαστα
αδράνεια
αθώο
αιδεσιμότατο
αιματική
αιματοβαμμένη
αιματώματος
αισθάνθηκα
αιχμαλωτισθεί
αιωρούμενη
ακαθαρσίες
ακούσουν
ακρίδων
ακτινοθεραπεία
αληθών
αλληλοεπικάλυψη
αλλόκοτη
αλμυρό
αλομεθυλο
αλφαβητάρια
αμαρτωλοί
αμείλικτο
αμετάβλητοι
αμετάλλων
αμυντικών
αμφίβολης
αμφισβητήσεων
ανάκτορά
ανάφεραν
ανέβασμα
αναγιγνώσκονται
αναγκαστικές
αναγκαστούν
αναγωγάση
αναδυθεί
αναζητήσεων
αναζητούσε
αναζωπυρωθεί
αναζωπυρώνεται
αναθεωρητική
ανακλάσεων
ανακοινώσεις
αναλήφθηκαν
αναλογιών
αναλφαβητισμού
αναλύσουμε
αναμετρήθηκε
αναμφισβήτητος
αναπαρασταθούν
αναπληρώτρια
αναπόσπαστα
ανασύρουν
ανατόμο
ανεβάζει
ανεξάντλητο
ανεξέλεγκτα
ανεπισήμως
ανθεκτικής
ανθοφόρου
ανθρωποφάγα
ανοιγμένη
ανοικοδομείται
ανοικτοκίτρινο
ανοσοσφαιρίνης
αντίθεσης
αντίστροφό
αντίχειρας
ανταμείφθηκε
ανταποκρίθηκε
ανταρτοπόλεμος
αντιγραμμένο
αντικαταστάσεις
αντικατοπτρίζει
αντικείμενό
αντιμετωπίζουμε
αντιμετωπίστηκαν
αντιπαραθέσεις
αντιπροσώπους
αντισημιτικά
αντισημιτικό
αντιστροφέα
αντισυλληπτικό
ανωτάτη
ανύψωσης
ανώμαλος
απέραντα
απαγόρευε
απαισιόδοξη
απαξίωσης
απασχόλησαν
απελευθέρωσής
απενεργοποιήθηκε
απετέλεσαν
απλούστερης
απλούστερος
αποθετηρίου
αποικιοκρατική
αποκαλούμενο
αποκαλώντας
αποκατάστασής
αποκηρύξει
αποκλείονταν
αποκλείσθηκαν
αποκρίνονται
απολογία
απορροφήσεις
αποστακτήρα
απουσίασε
απόλαυση
απώτερη
αραιοκατοικημένο
αρθρογράφο
αρθρογραφεί
αρθρώσεως
αρκετή
αρπαγές
αρραβωνιάσει
αρχές
αρχηγεία
αρχηγείο
αρχιεπισκοπή
ασκορβικό
αστραφτερό
ασφάλιση
ασύγκριτο
αυστριακή
αυτοκυριαρχία
αυτοσχεδιάσει
αυτοσχεδιασμού
αφήνοντας
αφηγηματικός
αφηρημένο
αὐτοῖς
βάραιναν
βάρδιες
βάτου
βάψιμο
βέλτιστες
βέλτιστη
βαγόνια
βαθιών
βακτήρια
βανδαλισμών
βαρονίας
βαρώνοι
βασισμένων
βελόνης
βενετσιάνικη
βενιζελικούς
βηρύλλιο
βιογραφικών
βιολογικές
βιολογική
βιολογικό
βιολόγοι
βιοτεχνικής
βλάβης
βοηθητικά
βοηθούμενο
βοηθούνται
βολβούς
βορειοκεντρικό
βορειότερη
βοτανολογίας
βουλευτίνα
βουτώντας
βραβευμένου
βροσαντίτης
βροχών
βρωμοπροπάνιο
βωμολοχίες
βύθισή
γένι
γέννηση
γήλοφο
γίγας
γατόπαρδο
γελωτοποιό
γενειοφόρος
γενεών
γενικότερου
γενιτσάρους
γεωδαιτικής
γεωπολιτικό
γεωργία
γιορτάσει
γκέτο
γκολ
γκρί
γκρίζα
γλυκόλυσης
γνωρίζουν
γνωρίσω
γομφίοι
γονιδίων
γουανίνης
γράφοντάς
γράφονταν
γραπτές
γραφικής
γυναικολόγο
γυρισμένο
γυροσκοπική
δάγκειος
δέον
δίδυμων
δίεδρο
δαγκώσει
δανείζονταν
δανείστηκαν
δανικό
δεκαετίες
δεσμεύτηκε
δεχθούμε
δημιουργημένο
διάσπαρτες
διάσωσης
διαγωνιζόμενων
διαδέχθηκε
διαδοχικούς
διαδώσουν
διαζεύχθηκε
διακινούνται
διακριτή
διαμαγνητικά
διαμαγνητικό
διαμαρτυρήθηκαν
διανέμονταν
διανέμουν
διανθίσματα
διαπαιδαγώγησή
διαπομπεύτηκε
διαστημάτων
διατακτικό
διατονική
διατονικού
διαχώρισαν
διδακτέας
διεκδικούνταν
διεκδικώντας
διεκπεραιώσει
διεκόπη
διενεργήθηκαν
διεξοδική
δικαστικό
δικτάτωρ
διοικούντων
διόρθωσαν
διώκτη
δοθέντων
δοκιμαστικής
δομή
δομημένες
δουλοπαροικία
δρ
δράστη
δραματουργό
δροσιά
δρώντας
δυνατά
δυνατότερα
δυνατότητές
δυστυχώς
δόρατος
δόσεων
είχανε
εγγεγραμμένα
εγγράφει
εγγύτητας
εγεννήθη
εγκαινίασαν
εγωκεντρική
εδραίωση
εθελοντικός
εθισμό
εθνικοποίησης
εθνικοτήτων
ειδωλολάτρης
εικοστής
εισβάλει
εκβάθυνση
εκβάλλει
εκκλησιαζόταν
εκλεγόμενο
εκλεκτική
εκπονούσε
εκρήξεις
εκρήξεων
εκστρατευτικό
εκτελεστή
εκτιμούμε
εκτοξεύεται
εκτοπισμένος
εκφωνητές
εκχριστιάνισε
ελαιώνα
ελαιώνες
ελαχιστοποιώντας
ελληνικές
ελληνιστικού
εμβαδού
εμβληματικές
εμβολοφόρο
εμψυχώνοντας
εναντιομερή
εναρκτήριος
ενδεχόμενης
ενδημισμού
ενδυναμώνοντας
ενεργειακή
ενεργητικές
ενημέρωσε
ενθουσιασμού
ενισχυτής
ενισχύει
εννεαμελή
ενοχοποιηθεί
εντολοδόχο
εντολοδόχοι
εντοπισμού
εντυπωσιακών
εξάρσεων
εξαθλίωση
εξαιρουμένης
εξαιρούνται
εξακριβώσει
εξαναγκασθεί
εξαρτιόταν
εξαρχής
εξαφανισμένη
εξεδόθησαν
εξελληνισμένοι
εξημέρωσαν
εξι
εξιστόρησης
εξοικονομήσουν
εξουσιοδότηση
εξοχική
εξτρεμιστική
εορτάζεται
επέβλεπαν
επίμονα
επίσημο
επίτιμα
επακριβώς
επαναλάβουν
επαναλειτούργησαν
επανασχεδιασμός
επανδρώσει
επανενταχθούν
επαφές
επενδυμένες
επενδύονται
επιβεβαιώνουν
επιβλήθηκαν
επιβλαβών
επιβλητικούς
επικαλυπτόμενα
επικείμενη
επικείμενο
επικρατούντα
επικρότησε
επιλέγεται
επισήμανση
επισκέπτη
επιστράτευσης
επιστροφές
επιταχύνθηκε
επιτελείται
επιτρεπόμενα
επιφυλακτικό
επιφύλαξη
εποικισμού
επονομαζόμενης
εποπτικές
εποπτικό
επωφεληθούν
επόμενό
επόπτευε
εραλδική
εργατική
ερευνητές
ερευνητικούς
ερευνώνται
ερωτεύτηκαν
ερωτικών
ερώτησης
εστέρα
εστιασμένες
ετήσιο
ετρουσκικά
ευαγγέλιο
ευεργεσιών
ευρετηρίου
ευρισκόμενοι
ευρω
ευρύτατες
ευχέρειας
εφήρμοσε
εφορίας
ηλεκτροδιαπίδυση
ηλεκτρονιακά
ηλεκτροχημικές
ηπατικού
ηρεμιστικό
ηττοπάθειας
θέρμανση
θανόντων
θεματική
θεολόγων
θερέτρου
θερμοδυναμικές
θεσσαλικής
θεωρήσεων
θεϊκά
θηβαϊκό
θηλαστικό
θηλυκοί
θηριώδης
θολά
θρησκεύματος
θυελλώδη
θυμηθείς
θυσίαζε
ιαγουάρους
ιεραπόστολο
ικανοτήτων
ιμπρεσάριος
ιμπρεσιονιστής
ιορδανικές
ιουδαίων
ιπποτικές
ισλαμιστικό
ισοβαθμούσε
ισπανόφωνοι
ισχυρότερης
κάμπο
κάντορας
κάστες
κάτοικοί
κήρυξης
καθέλκυση
καθαριστεί
καθελκύστηκε
καθεμία
καθιερώνει
καθότι
καινούργιες
καινούριων
κακόηθες
καλίου
καλοσύνης
καλούσαν
καλυπτόμενο
κανέναν
κανονιστική
κανόνος
καπιταλιστικά
καρδίας
καρποί
καρυοθραύστης
καρύκευμα
κατάνα
κατάργησή
κατέβαλλαν
καταβεβλημένος
καταδικαζόταν
καταδικασθέντες
κατακερματισμένος
κατακρήμνιση
καταπολεμήσουν
καταρρέει
κατασκευασμένης
κατατάσει
καταταγούν
καταυλισμοί
κατευθυνόμενες
κατοικημένα
κατορθώματά
κατόρθωσαν
κβαντικοί
κείμενο
κεραυνός
κερκυραϊκής
κεφαλόποδου
κηλίδας
κια
κιαροσκούρο
κινητοποιούν
κλέβει
κλήρου
κλείνονται
κλεφταρματολοί
κληρωθεί
κληρώνονται
κλιμακούμενη
κοινοποιήθηκαν
κοιτάξουν
κολύμπησε
κοσμικά
κοστίζοντας
κουκούλες
κουμπάροι
κουπέ
κουπιών
κουτάκια
κοχλία
κρασιά
κρεμασμένο
κρεοπωλεία
κριμαϊκό
κρουστικά
κρυοπαγημάτων
κρυπτογράφημα
κρυστάλλινο
κρυσταλλικών
κυβερνείου
κυβερνώμενη
κυβερνώντος
κυλήσει
κυνηγημένοι
κυνικό
κυπριακής
κυπριακό
κυστιδίου
κωνικός
λέαινες
λήπτης
λίπη
λαίλαπα
λατινικό
λατρεύει
λεκτικό
λεξικογράφο
λευκός
λιθιοαργιλιοϋδρίδιο
λιμάνια
λογάριθμος
λογιζόταν
λοξές
λυπήθηκε
λόγοι
μάθησης
μέγιστης
μέτωπο
μήνυμα
μία
μαγικού
μαδριγαλίου
μαζορέτες
μαινόμενο
μακροβιότερος
μακτάμπ
μαρσρούτκες
μαυριδερή
μαχαραγιάς
μείζονα
μεγαλοκτηματιών
μεγαλομέτοχο
μεδουσών
μελοποιήθηκαν
μερίδιό
μεσσιανικό
μετάλιο
μεταβάσεων
μεταβιβαστεί
μεταβολίτη
μεταβολίτης
μεταδόθηκαν
μεταμορφωμένη
μεταπτυχιακό
μεταφερόμενης
μετεωρολογικά
μην
μητροπολίτου
μηχανοστάσια
μηχανουργεία
μικρούς
μοι
μολύνσεων
μοναδιαίο
μοναδικότητά
μοναχική
μονοί
μονομερώς
μονόλιθο
μπάσα
μπάσκετ
μπήκε
μπαλένες
μπανάνα
μπιραρίας
μπλογκ
μπορούσαν
μπόξερ
μυκηναϊκές
μυστικιστικές
μυωπία
μόλος
μόνιμο
νέους
νέφωση
νίκη
νίκην
ναυπηγική
ναυπηγοί
ναυτική
νεκροταφείο
νεολαίας
νεολιθικό
νεοϊδρυθέν
νεοϊδρυθέντα
νευρώνας
νεότητα
νοήμων
νοικιάζει
νομοθετικό
νορβηγικά
νορεπινεφρίνη
νορμανδικά
νοτιοαμερικανική
ντονγκ
νυμφεύεται
νόθευση
νόμιμες
ξαναβρήκε
ξεφτέρι
ξυλουργικές
ξυλουργού
οδοντικά
οθωμανικού
οικιακούς
οικιστικών
οικοδομήσιμο
οικόσιτα
οικότοπος
ολικός
ολοήμερο
ολοκαυτώματος
ομοφυλοφιλικών
ομοϊδεάτες
ομόφυλα
ονομασμένο
ονοματοδοσία
οντότητας
ονόματι
οπλοχρησία
ορίσθηκε
οργανοπαίκτες
ορεινού
ορθογραφικά
ορθολογικότητας
οριζόντιες
ορκίστηκαν
ουραία
ουρανούς
οψιανός
πάντρεμα
πάστα
πάστες
πάσχοντος
πίρι
παγιδευμένου
παγοθραυστικό
παιδαγωγού
παιδιατρικής
παιξίματός
παλαιοντολόγος
πανευρωπαϊκού
πανικόβλητος
πανομοιότυπο
παντοδύναμο
παράκτιων
παράνομος
παράξενου
παραγάδια
παραγόμενο
παραγώγους
παρακολούθησή
παραλαμβάνει
παραληρητικές
παρασκευάζεται
παρασταση
παρασύρθηκαν
παρατήρησης
παρατείνοντας
παρατηρήσιμου
παρατηρεί
παρελκυστική
παρομοιώσεις
παρουσιάζονται
πατρίδων
πατρογονικές
πεζοναύτη
πεζοπόρων
πεθαίνουν
πεπερασμένη
περίθαλψης
περίστυλη
περιέκλειε
περιλαμβάνεται
περιμένετε
περιοίκων
περιοδολόγηση
περιορισμένου
περιουσιών
περιπετειώδους
περιπλανώμενη
περιπλανώμενο
περιττή
περιόδευσαν
περσικές
πιγούνι
πιουν
πισωκίνητο
πλατινένιος
πλευρικής
πληροφοριοδότες
πληρωθεί
πλησιέστερων
πλουτώνιο
ποίησης
ποίκιλε
ποικιλία
ποιμαντικό
ποιμαντορική
πολέμαρχου
πολιορκείτο
πολιορκημένο
πολυαιθυλένιο
πολυακόρεστα
πολυγαμικό
πολυκομματικής
πολυπληθών
πολυποίκιλες
πολυσυζητημένο
πολυσύχναστους
ποντικό
πορτοκάλι
πουλώντας
πραγματογνωμοσύνη
πρακτικές
προέβλεψε
προγράμματά
προγραμματιζόμενο
προεδρεύσει
προθάλαμος
προκάλεσαν
προκηρύχθηκε
προκλασικής
προλαμβάνουν
προλεγόμενα
προνομιούχοι
προνομιούχων
προπάτορες
προπονητικού
προπυλοβενζόλιο
προσαρτήσουν
προσβεβλημένα
προσβλητικός
προσδεθεί
προσδιορίστηκαν
προσθετικό
προσκόμιση
προσφερόμενες
προσχήματα
προφητεύει
προφυλακή
πρωταγωνιστικοί
πρωτοβεστιάριο
πρόσθεταν
πυροβολεία
πυροβόλησαν
ράφια
ραδιοαστρονομίας
ραδιοερασιτέχνες
ραδιοτηλεοπτικό
ραδιοφώνου
ραδιοχρονολόγησης
ραχοκοκκαλιά
ριβοσώματα
ροκ
ρυπαντών
σίδερο
σαλιγκαριού
σανατόριο
σανσκριτικό
σατανισμού
σεν
σηκωμένη
σηκώνονται
σημάδι
σθένος
σιδηρουργείο
σκάψιμο
σκάψουν
σκέπαζε
σκηνοθετήσουν
σκοτώνουν
σοδομισμού
σομαλικά
σουρεαλιστής
σούι
σπέρνονται
σπαρτιατική
σπουδαιότητας
στάβλοι
στέγαστρο
στέψεις
σταθούμε
σταυρομύτης
στερέωσε
στοχασμούς
στρατηγικούς
στρατολογήσει
στροβίλου
στυγνή
στυλιστική
συγκεντρωμένους
συγκινητικά
συγκρατημένη
συγκρινόμενοι
συγκροτήθηκαν
συγκροτημένες
συγχωνεύει
συγχώρησε
συμβάλουν
συμβίωσή
συμμάχησε
συμπεριελάμβαναν
συμπληρωθούν
συμπυκνωμένου
συνέδρια
συναίσθηση
συναγωνισμός
συνακόλουθα
συναπαρτίζουν
συναρτητές
συνδέσουν
συνεπές
συνεργασίες
συνεργατικές
συνεχόμενη
συνομοταξίας
συντονιστούν
συντριμμιών
συσπειρώνοντας
συσχέτιζε
συσχετίσεων
σφύρα
σχεδιαζόμενες
σωτήρια
σύγκλησης
σώζει
τάβλας
τάε
τέλεσης
τέλμα
τέλους
τέμνεται
ταΐζουν
ταμείο
ταξιδεύει
ταφικό
ταφόπλακα
ταύρων
τεκέ
τελικοί
τερμίτες
τετράπορτη
τετραμερή
τεχνικό
τηλεγραφικό
τολμηρούς
τουριστικούς
τούς
τρακ
τραυματίας
τριακοσίων
τριαντάχρονη
τριγωνομετρική
τροφοδοτεί
τρούφας
τσιπούρες
τυπολογικά
τυποποίησε
τόνωσε
τύραννος
υαλουρονικών
υγροσκοπικό
υδροξυκαρβαμίδιο
υδρόφιλο
υλοποιήσεις
υπαίθριας
υπαίτιους
υπερώα
υποδηλώσουν
υποδιοικητή
υποενότητες
υποκατάστατα
υποκριτών
υποκρύπτει
υποκύπτουν
υποσημειώσεων
υποχρέωσης
υπόηχους
υπόλειμμα
υπόμνηση
υστεροφημία
υφαντουργίας
φέρι
φαινυλομάδα
φανατικού
φαντάζεται
φαντασμαγορική
φασισμού
φετίχ
φεύγοντας
φθείρεται
φιλολογικών
φιλοτεχνήθηκε
φοίνικας
φοβήται
φοβερή
φοβισμένος
φοιτητικό
φορούν
φροντίδα
φρουκτόζης
φυλακισμένα
φυλακιστεί
φυσικής
φυτεύονταν
φωσφορικών
φωτ
φωτοπεριόδου
φόλλεις
χάραξης
χαίρει
χαίτη
χαλαζίτη
χαρακτηρισμού
χειραγωγήσει
χειραψία
χιλιόκυκλους
χιουμοριστική
χιτώνα
χλευάστηκε
χορέψει
χορτοφάγο
χορωδιακά
χρηματοδότησε
χτισμένα
χωράνε
ψεύτικο
ψυχανθών
ψυχικού
ψώρα
ωλένη
ωμοπλάτης
ωρα
όμορφος
όπλου
όρθιων
ύστερων
ύφεση
ώθησης
ὑμῶν
ViewGit